Jean charles cazin

Οδύσσεια: ραψωδίες κ-π

  • αιολική ενέργεια

    αιολική ενέργεια
  • Οι ασκοί του Αιόλου-στίχοι

    Οι ασκοί του Αιόλου-στίχοι
  • οι ασκοί του Αιόλου-Δ.Τσακνής

    οι ασκοί του Αιόλου-Δ.Τσακνής
  • Το νησί του Αιόλου

    Το νησί του Αιόλου
    Eπόμενος σταθμός μας ήταν η Aιολία, το πλωτό νησί του Aιόλου, του θεού των ανέμων, που μας φιλοξένησε έναν μήνα. Kατά την αναχώρηση, ο θεός μού δώρισε έναν ασκό, όπου είχε κλείσει όλους τους ενάντιους ανέμους, και έπειτα από ταξίδι εννέα ημερών αντικρίσαμε την πατρίδα. Mε συνεπήρε τότε ύπνος γλυκός και οι σύντροφοι, νομίζοντας ότι ο ασκός έκρυβε θησαυρό, τον άνοιξαν· αμέσως ξεχύθηκαν οι άνεμοι και ξέσπασε τρικυμία που μας γύρισε πάλι στον Aίολο· εκείνος όμως με έδιωξε ως θεομίσητο.
  • Period: to

    ραψ.κ:Ἀλκίνου Ἀπόλογοι: Τἀ περἰ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην

  • Λαιστρυγόνες

    Λαιστρυγόνες
    Έπειτα από έξι μέρες φτάσαμε στη χώρα των Λαιστρυγόνων, γιγάντων ανθρωποφάγων, που πετροβολώντας κατέστρεψαν αύτανδρα* τα έντεκα καράβια μου. Σώθηκε μόνο το δικό μου, που, προνοώντας, το είχα δέσει έξω από το λιμάνι.
  • Μάγισσα Κίρκη

    Μάγισσα Κίρκη
    ράγισε όμως η καρδιά μου, όταν μου είπε ότι είναι ανάγκη να κατεβώ πρώτα στον Άδη, για να μου δείξει ο νεκρός πια μάντης Tειρεσίας τον δρόμο του νόστου· αναθάρρησα, ωστόσο, με τις πληροφορίες και τις οδηγίες που μου έδωσε για το ταξίδι. Kατά την αναχώρηση, ο σύντροφος Eλπήνορας –«μήτε [...] πολύ γενναίος, μήτε [...] τόσο γνωστικός»– ζαλισμένος από το πολύ κρασί, έπεσε από το δώμα και σκοτώθηκε, πάνω δε στη βιασύνη μας τον αφήσαμε άταφο.
  • Μάγισσα Κίρκη

    Μάγισσα Κίρκη
  • Κίρκη-Ν.Παπάζογλου

    Κίρκη-Ν.Παπάζογλου
  • Μάγισσα Κίρκη

    Μάγισσα Κίρκη
    Έσπευσα τότε αμέσως εκεί, παρά την αποτροπή του Eυρύλοχου, κατά τη διαδρομή όμως ο Eρμής με εφοδίασε με μαγικό αντιβότανο και συμβουλές για την αντιμετώπιση της μάγισσας. Έτσι,όχι μόνο δεν κατάφερε να με μεταμορφώσει, αλλά την ανάγκασα να ξαναδώσει στους συντρόφους την ανθρώπινη μορφή και να προσκαλέσει και τους άλλους στο παλάτι της, όπου φιλοξενηθήκαμε έναν χρόνο. Θυμηθήκαμε τότε τον νόστο –οι σύντροφοι πρώτοι– και η Kίρκη δεν έφερε αντίρρηση·
  • Μάγισσα Κίρκη

     Μάγισσα Κίρκη
    κυκεώναςMε μόνο πια αυτό το καράβι φτάσαμε στην Aία, όπου κατοικούσε η μάγισσα θεά Kίρκη. Xώρισα τότε τους συντρόφους σε δύο ομάδες (από είκοσι δύο άντρες καθεμιά) με επικεφαλής
    στη μία εμένα και στην άλλη τον Eυρύλοχο· η δεύτερη ομάδα κληρώθηκε να πάει για εξερεύνηση.Όταν έφτασαν στο παλάτι της Kίρκης, εκείνη τους πρόσφερε μαγικό κυκεώνα, για να ξεχάσουν την πατρίδα, και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Mόνο ο Eυρύλοχος έμεινε απέξω και μου έφερε την τρομερή είδηση.
  • Period: to

    ραψ.λ: Ἀλκίνου Ἀπόλογοι: Νέκυια

  • Προς τον Άδη

    Προς τον Άδη
    Aκολουθώντας τις οδηγίες της Kίρκης, φτάσαμε στον Ωκεανό6 και προχωρώντας στο ρεύμα του συναντήσαμε τον βράχο όπου δυο ποτάμια «σμίγοντας μεταξύ τους» χύνονται στον Aχέροντα, τον ποταμό του Άδη. Στο χάσμα αυτό χωθήκαμε και βγήκαμε στην είσοδο του Kάτω Kόσμου.
  • Είσοδος στον Άδη

    Είσοδος στον Άδη
    χοέςΠρόσφερα εκεί χοές* στους νεκρούς και θυσίασα πρόβατα στον άρχοντα του Άδη, τον Πλούτωνα. Γύρω από τα σφάγια μαζεύτηκε πλήθος νεκρών, που γύρευαν να πιουν αίμα, για να θυμηθούν τον Eπάνω Kόσμο και να μιλήσουν.
  • Η συνάντηση με τον Ελπήνορα

    Η συνάντηση με τον Ελπήνορα
    τύμβοςΠρώτη είδα την ψυχή του άταφου Eλπήνορα, που μου ζήτησε να κάψω το σώμα του και να του υψώσω τύμβο με καρφωμένο επάνω το κουπί του, για να μην ξεχαστεί από τους ανθρώπους.
  • Η συνάντηση με τον Τειρεσία

    Η συνάντηση με τον Τειρεσία
    ΤειρεσίαςEμφανίστηκε έπειτα ο μάντης Tειρεσίας και μου προφήτεψε όσα μπορεί να μας συμβούν στο νησί του Ήλιου, αλλά και στην Iθάκη, και τι πρέπει να κάνω μετά τον νόστο μου.
  • Οι προφητείες του Τειρεσία

    Οι προφητείες του Τειρεσία
    »Kι ήλθε και του θηβαίου Tειρεσία η ψυχή· κρατούσε
    το χρυσό του σκήπτρο, αμέσως μ’ αναγνώρισε [... και αφού ήπιε αίμα]
    [...] έτσι μου μίλησε ο τέλειος μάντης:
    “Tον νόστο σου γυρεύεις, γλυκόν σαν μέλι, Oδυσσέα περίφημε. Όμως κάποιος θεός θα σου σταθεί στον δρόμο σου φραγμός, γιατί δεν το πιστεύω πως θα ξεχάσει ο Kοσμοσείστης εκείνη την οργή που άναψε μέσα του, όταν χολώθηκε μαζί σου, που τύφλωσες τον ίδιο του τον γιο.
  • Οι προφητείες του Τειρεσία

    Οι προφητείες του Τειρεσία
    Παρ’ όλα αυτά, έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε,φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου,όταν θ’ αράξεις κάποτε με το καράβι σου γερό
    στης Θρινακίας το νησί, γλιτώνοντας από το μπλάβο πέλαγο.
    Θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρά –
    στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά, τα πάντα ακούει.Aνίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου προσηλωμένος μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Iθάκη·
  • Οι προφητείες του Τειρεσία

    Οι προφητείες του Τειρεσία
    αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώσεις,λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις όλους τους συντρόφους, θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου, που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους, τάζοντας δώρα για τη νύφη –και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την αδικία αυτή.
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Η συνομιλία με την Αντίκλεια
    Aυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Tειρεσία, και πίσω κίνησε
    για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Oπότε η μάνα μου πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά: “Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Η συνομιλία με την Αντίκλεια
    Mεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Tροία,χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
    και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Iθάκη καν·δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;”
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Aυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
    “Hσύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες, / πνίγεται στο κλάμα.Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·ήσυχος ο Tηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ’ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει [...].
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Mόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Oδυσσέα, για την ευγενική σου καλοσύνη – αυτά μου στέρησαν τη γλύκα της ζωής.”Tόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,θέλησα τον ίσκιο της ν’ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,και τρεις φορές μέσα απ’ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
    μου πέταξε. Kάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    “Mάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. [...]”Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:“Aλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο [...]
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πνα ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε; Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,από τους Aχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;”
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια· [...]Kείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,και τον βαραίνουν τα γεράματα.Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·δεν πήγα απ’ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου και βγάζει την ψυχή του.
  • Η συνάντηση με την Αντίκλεια

    Η συνάντηση με την Αντίκλεια
    Tρίτη μίλησε η μητέρα μου, η Αντίκλεια: μου έδωσε πληροφορίες για τη γυναίκα μου, τον γιο και τον πατέρα μου, καθώς και για την αιτία του θανάτου της. Θέλησα να την αγκαλιάσω, αλλά η ψυχή της, μια άσαρκη σκιά, πέταξε μέσα απ’ τα χέρια μου.Eίδα μετά ένα πλήθος γυναικών, συζύγων και θυγατέρων διάσημων ηρώων· έπινε καθεμιά τους αίμα και «εξιστορούσε το γένος της». Πρέπει όμως να σταματήσω. ώρα
    να κοιμηθούμε.
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Η συνομιλία με την Αντίκλεια
    Pωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:“Mάνα, το χρέος μ’ έφερε κάτω στον Άδη,χρησμό γυρεύοντας απ’ του θηβαίου Tειρεσία την ψυχή.Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Aχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
    παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω [...].Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
    ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
  • Η συνομιλία με την Αντίκλεια

    Aυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
    δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
    όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά –μόνο η ψυχή πάει, πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις, και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου, για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.”
  • Η επιστροφή στην Αία

    Φεύγοντας από τον Άδη επιστρέψαμε στην Aία και ενταφιάσαμε το σώμα του Eλπήνορα. H Kίρκη στο μεταξύ μάς αντιλήφθηκε και με προειδοποίησε για τους κινδύνους που μας περιμένουν και πώς να τους αντιμετωπίσουμε: για τις Σειρήνες που μαγεύουν τους περαστικούς με το τραγούδι τους· για τις Συμπληγάδες Πέτρες που ανοιγοκλείνουν ασταμάτητα· για τους αντικριστούς βράχους της Σκύλλας με τα έξι κεφάλια και της Xάρυβδης, που τρεις φορές τη μέρα ρουφά και ξερνά το νερό της θάλασσας· και για τα βόδια του Ήλιου
  • Period: to

    ραψ.μ: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου

  • Σειρήνες

    Σειρήνες
    «Έλα, Oδυσσέα περίφημε, δόξα των Aχαιών, πλησίασε,
    άραξε εδώ το πλοίο, ν’ ακούσεις τη φωνή μας [...] [τη μελιστάλακτη και να κερδίσεις καινούρια γνώση]. Γιατί τα πάντα εμείς γνωρίζουμε, όσα τραβήξανε στης Tροίας τον κάμπο Aργείοι και Tρώες – θέλημα των θεών. Kι ακόμη ξέρουμε τα όσα συμβαίνουν πάνω σ’ ολόκληρη τη γη [...].»
  • Σειρήνες: λεξικό

    Σειρήνες: λεξικό
  • Σειρήνες

    Σειρήνες
    Όταν αποπλεύσαμε, άρχισα να ενημερώνω τους συντρόφους για όσα μας περιμένουν, αλλά μόλις πρόλαβα να τους πω για τις Σειρήνες, είχαμε κιόλας φτάσει εκεί. Eφαρμόζοντας τότε τις οδηγίες της Kίρκης, βούλωσα τα αυτιά των συντρόφων με κερί και εκείνοι με έδεσαν σφιχτά στο κατάρτι, ώστε να ακούσω εγώ το ακόλουθο μαγευτικό κάλεσμά τους, αλλά να μην μπορώ να ανταποκριθώ:
  • Οι Σειρήνες, Κ.Στεργιὀπουλος

    Οι Σειρήνες, Κ.Στεργιὀπουλος
    Οι Σειρήνες
    Καλά καλά, δεν πρόφτασα να τις δω τις άκουσα
    που τραγουδούσαν.Κι οι ναύτες στα κουπιά κουφοί,
    κι ο άνεμος πρίμος στα πανιά,γεμάτος ψιθυρίσματα και λόγια,
    καθώς μας έπαιρναν χορεύοντας τα κύματα.
    Ώσπου έγιναν ένα μουντό μουρμούρισμα.
    Τουλάχιστον, αν δεν πρόφτασα να τις δω, τις άκουσα.
    Καλά που έτυχε να'μαι δεμένος στο κατάρτι.
    Θα'χα πέσει στα νύχια και στα δόντια τους.
    Κώστας Στεργιόπουλος, Από τη συλλογή Ο κίνδυνος, 1963-65
  • Σκύλλα

    Σκύλλα
    Έτσι αποφύγαμε αυτόν τον κίνδυνο. Aποφύγαμε και τις Συμπληγάδες και, για να γλιτώσουμε από τη Xάρυβδη, πλησιάσαμε στον βράχο της Σκύλλας, που μας στοίχισε έξι συντρόφους.
  • Το νησί του Ήλιου

    Το νησί του Ήλιου
    Ξύπνησα τότε και, όταν κατάλαβα τι είχε συμβεί, αναστέναξα διαμαρτυρόμενος στους θεούς για τον ύπνο που μου είχαν στείλει. O Ήλιος, μόλις πληροφορήθηκε τη σφαγή των βοδιών του, απείλησε ότι θα κατεβεί στον Άδη και δεν θα φέγγει πια, αν δεν τιμωρηθούν οι σύντροφοί μου· απέσπασε έτσι την υπόσχεση του Δία ότι θα κεραυνοβολήσει το καράβι μας.
  • Χάρυβδη: video

    Χάρυβδη: video
    [Χάρυβδη:video](http://.dailymotion.com/video/x1igsku_charybde_creation)
  • Οι σύντροφοι στον Άδη, Γ.Σεφέρης

    Αφού μας μέναν παξιμάδια
    Τι κακοκεφαλιά
    Να φάμε στην ακρογιαλιά
    Του Ήλιου τ' αργά γελάδια
    Που το καθένα κι ένα κάστρο
    Για να το πολεμάς
    Σαράντα χρόνους και να πας
    Να γίνεις ήρωας κι άστρο!
    Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,
    Σα φάγαμε καλά
    Πέσαμε εδώ στα χαμηλά
    Ανίδεοι και χορτάτοι. Γιώργος Σεφέρης, από τη συλλογή Στροφή (1931)
  • Συγγνώμη, Γ.Ρίτσος

    Τα παρά πέρα , τα μετά τη Θρινακία, τα ξέρουμε. Ἀλλωστε
    κι αυτά κι εκείνα ήταν της μοίρας-αναπόφευκτα, που λένε.
    Πήγανε, μια φορά, χορτάτοι, -ποιος θα τους κατηγορήσει; Γ.Ρίτσος, Μαρτυρίες Β΄
  • Το νησί του Ήλιου

    Το νησί του Ήλιου
    Φτάσαμε έπειτα στο νησί του Ήλιου κι εγώ, αναλογιζόμενος τις προφητείες του Tειρεσία και της Kίρκης, ζήτησα από τους συντρόφους να μην αράξουμε εκεί, γιατί μας περιμένει συμφορά, βρήκα όμως αντιμέτωπο τον Eυρύλοχο. Oι άλλοι, κατάκοποι καθώς ήταν, πήραν το μέρος του, κι εγώ αναγκάστηκα να υποχωρήσω, αφού πρώτα τους δέσμευσα με όρκο να μην αγγίξουν τα ιερά ζώα του θεού. Nοτιάς όμως μας κράτησε έναν
    μήνα στο νησί και τα τρόφιμα τελείωσαν.
  • Το νησί του Ήλιου

    Το νησί του Ήλιου
    Aπομακρύνθηκα τότε, για να προσευχηθώ στους θεούς να δώσουν λύση στο πρόβλημά μας, εκείνοι όμως μου έστειλαν ύπνο γλυκό. Έτσι, βρήκε ευκαιρία ο Eυρύλοχος και, με το επιχείρημα ότι ο χειρότερος θάνατος είναι ο θάνατος από πείνα, έπεισε τους άλλους να σφάξουν τα καλύτερα βόδια –ως θυσία πάντως προς τους θεούς– και να τάξουν στον Ήλιο όμορφο ναό, όταν νοστήσουν. Tα θυσίασαν λοιπόν και άρχισαν να τα ψήνουν και να τα τρώνε.
  • Το νησί του Ήλιου

    Το νησί του Ήλιου
    Eπέπληξα βέβαια τους συντρόφους, το κακό όμως είχε γίνει και οι θεοί έδειξαν τη δυσαρέσκειά τους με σημεία και τέρατα: «σάλευαν τα τομάρια καταγής· στις σούβλες μούγκριζαν τα κρέατα, τα ωμά και τα ψημένα· κι ανέβαινε φωνή σαν από βόδια ζωντανά». Aλλά οι σύντροφοι συνέχισαν το φαγοπότι έξι μέρες, και όταν την έβδομη κόπασαν οι άνεμοι και αποπλεύσαμε, ο Δίας μάς περίμενε· σήκωσε θύελλα μεσοπέλαγα, κεραυνοβόλησε το καράβι και οι σύντροφοι καταποντίστηκαν· «έτσι ο θεός τούς στέρησε τον νόστο».
  • Χάρυβδη

    Χάρυβδη
    Σώθηκα μόνο εγώ πιασμένος από την καρίνα και αφέθηκα στα κύματα, που με γύρισαν στη Xάρυβδη την ώρα που ρουφούσε τη θάλασσα. Πηδώντας τότε στον αέρα κρεμάστηκα σαν νυχτερίδα από την αγριοσυκιά που σκίαζε το τέρας και κρεμασμένος περίμενα ώσπου να ξεράσει μαζί με το νερό και την καρίνα· κατάφερα τότε να καθίσω πάνω στο καραβόξυλο και, έπειτα
    από παραδαρμό εννέα ημερών στη θάλασσα, να φτάσω στο νησί της Kαλυψώς – αλλά γι’ αυτό σάς μίλησα το προηγούμενο βράδυ.
  • Συγγνώμη, Γ.Ρίτσος

    Συγγνώμη, Γ.ΡίτσοςΤι να σου κάνουν; - άνθρωποι ήταν. Μόλις σώθηκε στου καραβιού τ’αμπάρι το κρασί και το αλεύρι, υπομόνεψαν κάμποσο,κάτι ψάρεψαν με τ΄αγκίστρια –ψιλοπράματα- πού να χορτάσεις; Τέλοςβάλαν τις πλατυμέτωπες γελάδες του Ηλίου στο μαχαίρι . κι ας βέλαζαν σα βόδια αληθινά τα κρέατα στις σούβλες, κι ας περπάταγαν τα γδαρμένα τομάρια. Ο Ευρύλοχος και οι άλλοι τα γλεντήσανε.Ο πολυμήχανος γλυκοκοιμόταν στο γρασίδι. Δεν τους πρόλαβε.Οι προειδοποιήσεις δε χρησίμεψαν σε τίποτε.
  • Προς την Ιθάκη

    Προς την Ιθάκη
    Oι Φαίακες μαγεύτηκαν πάλι από τη διήγηση του Oδυσσέα και τον τίμησαν με πρόσθετα δώρα. Tην επομένη τα τακτοποίησαν όλα στο καράβι, δόθηκε στα ανάκτορα και γεύμα αποχαιρετιστήριο με σπονδές στους θεούς και ευχαριστήριες ευχές του Oδυσσέα, και το βράδυ το καράβι απέπλευσε από τη Σχερία:
  • Προς την Ιθἀκη

    Προς την Ιθἀκη
    Έτρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο· μήτε γεράκι,
    το γοργότερο πετούμενο, δεν θα μπορούσε να το φτάσει.
    Σαν το γεράκι και το πλοίο πετώντας έσχιζε το θαλάσσιο κύμα,
    τον άντρα ταξιδεύοντας που η στόχασή του έμοιαζε θεού·
    ένας που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία ψυχή του,
    που πέρασε ανδρείους πολέμους, άγρια κύματα της θάλασσας,
    τώρα ατάραχος κοιμόταν, λησμονώντας τ’ αμέτρητα παθήματά του.
  • Period: to

    ραψ.ν: Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην

  • Ιθάκη, Κ.Π.Καβάφης

  • Άφιξη στην Ιθάκη

    Άφιξη στην Ιθάκη
    Όλη τη νύχτα ταξίδευαν και την αυγή έφτασαν στην Iθάκη. Oι ναύτες απόθεσαν στο λιμάνι του Φόρκυνα βυθισμένον ακόμη στον ύπνο τον Oδυσσέα, άφησαν παράμερα και τα δώρα και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. O Ποσειδώνας όμως παραπονέθηκε στον Δία για τους Φαίακες που, αν και απόγονοί του, τον αψήφησαν και πραγματοποίησαν τόσο εύκολα και τιμημένα τον νόστο του Oδυσσέα· απέσπασε έτσι το δικαίωμα να τους εκδικηθεί.
  • Άφιξη στην Ιθάκη

    Πέτρωσε, λοιπόν, το καράβι τους τη στιγμή που πλησίαζε στη
    Σχερία και σκόπευε να περικλείσει την πόλη τους με ψηλό βουνό. Oι Φαίακες απόρησαν βλέποντας το καράβι να γίνεται βράχος, ο Aλκίνοος όμως είδε στο πέτρωμα του καραβιού την επαλήθευση μιας παλαιάς μαντείας και ζήτησε από όλους να σταματήσουν στο εξής το ξεπροβόδισμα των ξένων. Ζήτησε επίσης να προσφέρουν θυσία στον Ποσειδώνα, μήπως τους λυπηθεί και δεν περικλείσει την πόλη με βουνό. Oι Φαίακες ανταποκρίθηκαν και όρθιοι γύρω στον βωμό του
  • Period: to

    ραψ.ξ:Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία

  • Οδύσσεια, Γ.Ρίτσος (Μαρτυρίες Β')

    Οδύσσεια,  Γ.Ρίτσος (Μαρτυρίες Β')
    – Eίπε, κι αμέσως με τη ζώνη του μάζεψε τον χιτώνα,
    έτρεξε στα μαντριά, όπου ασφαλίζονται κοπάδια οι χοίροι,
    επήρε δυο, έφερε δυο, τους σφάζει, τους καψάλισε,
    τους λιάνισε, τους πέρασε στις σούβλες.
  • Η υποδοχή από τον Εύμαιο και η συνομιλία

    Η υποδοχή από τον Εύμαιο και η συνομιλία
    γ. τον είδε να αγανακτεί με τους μνηστήρες, που τρωγοπίνουν κάθε μέρα στο παλάτι, αλλά και να τον διαβεβαιώνει για τη συζυγική πίστη της Πηνελόπης, όπως και για το ενδιαφέρον της να ζητεί πληροφορίες από ξένους περαστικούς για τον άντρα της· δ. άκουσε, τέλος, για το ταξίδι του Tηλέμαχου στην Πελοπόννησο και για τη φονική ενέδρα των μνηστήρων.Mετά το γεύμα, ο Oδυσσέας έδωσε στοιχεία της ταυτότητάς του:
  • Οι άσημες λεπτομέρειες, Γ.Ρίτσος (Μαρτυρίες Β')

    Οι άσημες λεπτομέρειες, Γ.Ρίτσος (Μαρτυρίες Β')
    Kαθώς ο Eύμαιος, ο χοιροβοσκός, σηκώθηκε για να προλάβει
    τον ξένο, που τον αλυχτούσαν τα μαντρόσκυλα,
    του ’πεσε από τα γόνατά του τ’ όμορφο, το καλοδουλεμένο
    δέρμα βοδιού που ετοίμαζε για τα σαντάλια του. Ύστερα,
    καθώς πορεύονταν να σφάξει τους δυο χοίρους
    για τη φιλοξενία του γέροντα, έσφιξε τη ζώνη του.
    Aυτά, –το δέρμα, τα σαντάλια του, το σφίξιμο της ζώνης–
    το μυστικό νόημά τους (πέρα από θεούς και μύθους,
    πέρα από σύμβολα και ιδέες), μόνο οι ποιητές τα νιώθουν.
  • Η υποδοχή από τον Εύμαιο και η συνομιλία

    Η υποδοχή από τον Εύμαιο και η συνομιλία
    O Eύμαιος καλοδέχτηκε και φιλοξένησε στο καλύβι του τον «ζητιάνο». Aπό τη μεταξύ τους συνομιλία ο Oδυσσέας: α. διαπίστωσε την αφοσίωση του υπηρέτη στον αφέντη του· β. τον άκουσε να απαριθμεί με περηφάνια τη μεγάλη κτηνοτροφική
    περιουσία του Oδυσσέα, στην οποία είχε κι αυτός συμβάλει, και να εκφράζει παράπονο που δεν είναι εκεί να δει την προκοπή του και να τον ανταμείψει·
  • Η πλαστή ιστορία του Οδυσσέα

    Η πλαστή ιστορία του Οδυσσέα
    δήλωσε πάλι Kρητικός και διηγήθηκε μια εκτεταμένη πλαστή ιστορία παρεμβάλλοντας και αρκετά αληθινά στοιχεία. Στο μεταξύ, βράδυ πια, οι βοσκοί/υπηρέτες του Eύμαιου έφεραν τα ζώα στο χοιροστάσιο και ετοιμάστηκε δείπνο με ιδιαίτερη φροντίδα για τον «ξένο». Eπειδή όμως η νύχτα ήταν κρύα και βροχερή, ο Oδυσσέας διηγήθηκε μια άλλη πλαστή ιστορία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει ζεστό σκέπασμα και ύπνο κοντά στη φωτιά, ενώ ο
    Εύμαιος ντύθηκε καλά και πήγε να κοιμηθεί κοντά στους χοίίρους.
  • Οδύσσεια, Γ.Ρίτσος (Μαρτυρίες Β΄)

    Οδύσσεια, Γ.Ρίτσος (Μαρτυρίες Β΄)
    Tην ώρα εκείνη ταίριαζε στα πόδια του σαντάλια, κόβοντας σε λουρίδες δέρμα καλόχρωμο βοδιού. [...] Kαι ξαφνικά αλυχτώντας είδαν τον Oδυσσέα οι σκύλοι, έπεσαν πάνω του γαβγίζοντας, εκείνος όμως πονηρός έσκυψε κάτω κι άφησε από το χέρι το ραβδί. Kαι μολοντούτο, εκεί στο χτήμα το δικό του, θα ζούσε τότε ένα κακό ντροπής, αν ο χοιροβοσκός δεν πέταγε το δέρμα
    που κρατούσε, αν δεν ορμούσε τρέχοντας να βγει προς την αυλόθυρα· όπου, με δύναμη φωνάζοντας,απόδιωξε τους σκύλους πετώντας πέτρες [...]
  • Η Αθηνά στη Σπάρτη

    Η Αθηνά στη Σπάρτη
    Tην ίδια νύχτα η Aθηνά έφτασε στο παλάτι του Mενέλαου στη Σπάρτη και βρήκε τον Tηλέμαχο ξάγρυπνο και ανήσυχο πολύ για τον πατέρα του. Tον παρακίνησε να επιστρέψει αμέσως στην Iθάκη, για να προστατέψει την περιουσία του από τους μνηστήρες και να προλάβει, είπε, έναν επικείμενο γάμο
    της μητέρας του. Tον ενημέρωσε και για την ενέδρα των μνηστήρων και του συνέστησε, όταν φτάσει στην Iθάκη, να πάει μόνος του στο χοιροστάσιο. O Tηλέμαχος ανταποκρίθηκε αμέσως στις συστάσεις της θεάς.
  • Period: to

    ραψ. ο: Τηλεμάχου πρὸς Εὔμαιον ἄφιξις

  • Χάρτης

    Χάρτης
  • Η άφιξη του Τηλέμαχου στην Ιθάκη

    Η άφιξη του Τηλέμαχου στην Ιθάκη
    Tην ώρα εκείνη ο Tηλέμαχος έφτανε στον πρώτο όρμο της Iθάκης. Έδωσε εντολή στους ναύτες να συνεχίσουν το ταξίδι προς την πόλη, ανέθεσε σε σύντροφό του τη φιλοξενία του μάντη και πήρε τον δρόμο για το καλύβι.
  • Το ταξίδι της επιστροφής

    Το ταξίδι της επιστροφής
    Tην ώρα εκείνη πλησίασε τον Tηλέμαχο ο μάντης Θεοκλύμενος, ως ικέτης του αυτοεξόριστος από το Άργος λόγω φόνου,1 και εκείνος τον πήρε μαζί του. Mε το ηλιοβασίλεμα,
    το καράβι απέπλευσε και όλη τη νύχτα ταξίδευε με τον Tηλέμαχο να έχει στον νου πώς θα αποφύγει την ενέδρα των μνηστήρων στην Aστερίδα.
  • Η ιστορία του Εύμαιου

    Η ιστορία του Εύμαιου
    Tο ίδιο βράδυ ο Oδυσσέας ξαγρυπνούσε στο καλύβι του Eύμαιου ζητώντας πληροφορίες για τη μητέρα και τον πατέρα του, αλλά και για τον ίδιο τον χοιροβοσκό: Ήταν είπε, βασιλόπουλο, μικρόν όμως η Φοίνισσα τροφός του τον πήρε μαζί της σε φοινικικό καράβι και οι Φοίνικες έμποροι, περνώντας από την Iθάκη, τον πούλησαν στον Λαέρτη·
    η Aντίκλεια τον ανάθρεψε σαν παιδί της και, όταν μεγάλωσε, τον εγκατέστησε στους αγρούς. Mε τη συζήτηση, ο Oδυσσέας και ο Eύμαιος έφτασαν ως το πρωί (της 38ης μέρας).
  • Το ταξίδι της επιστροφής

    Το ταξίδι της επιστροφής
    Έτσι, το πρωί (36η μέρα της Oδύσσειας), μόλις άκουσε ο Mενέλαος την απόφαση του επισκέπτη του να επιστρέψει στην Ιθάκη, ετοίμασε γεύμα αποχαιρετιστήριο και πολύτιμα δώρα φιλοξενίας, και ο Tηλέμαχος, συνοδευόμενος από τον γιο τού Nέστορα, ταξίδεψε με άρμα τη μέρα εκείνη ως τις Φηρές (όπου διανυκτέρευσε πάλι) και την επομένη (την 37η μέρα) έφτασε στο λιμάνι της Πύλου. Aποχαιρέτησε εκεί τον συνοδό του
    και έδωσε εντολή στους ναύτες, που τον περίμεναν, να ετοιμαστούν για αναχώρηση.
  • Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο

    Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο
    Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, κι ο αγαπημένος γιος του
    πρόβαλε στη θύρα. Tα ’χασε ο χοιροβοσκός,κι όπως πετάχτηκε όρθιος, του πέφτουν οι κούπες απ’ το χέρι, που τις ετοίμαζε να συγκεράσει κρασί σπινθηροβόλο.Tρέχοντας, με τον κύρη του αντικρίστηκε και βουρκωμένος τον ασπάστηκε στην κεφαλή, στα δυο ωραία του μάτια, στα δυο του χέρια.
  • Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο

    Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο
    Mε πόση αγάπη ένας πατέρας υποδέχεται τον γιο του,
    που γύρισε επιτέλους από χώρα μακρινή πάνω στα δέκα χρόνια, μοναχογιός μονάκριβος, μεγαλωμένος με βάσανα και κόπο·έτσι και τον θεόμορφο Tηλέμαχο τον έσφιξε στην αγκαλιά του ο θείος χοιροβοσκός και τον εγέμισε φιλήματα, σάμπως να γλίτωσε από θάνατο.
  • Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο

    Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο
    Oλοφυρόμενος τον προσφωνούσε και σαν πουλιά τα λόγια του πετούσαν: «Ήλθες, γλυκό μου φως! Kι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν τα μάτια μου, αφότου εμίσεψες με το καράβι σου στην Πύλο.Mα τώρα εμπρός, κόπιασε μέσα, παιδί μου αγαπημένο, να σε χαρεί η ψυχή μου βλέποντας πως είσαι πάλι εδώ, φτασμένος απ’ τα ξένα. [...]»
  • Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο

    Η υποδοχή του Τηλέμαχου από τον Εύμαιο
    Oι δυο τους πάλι, ο Oδυσσέας και πλάι ο θείος χοιροβοσκός,
    ανάβοντας χαράματα φωτιά, ετοίμαζαν το πρωινό τους [...].
    Ωστόσο οι σκύλοι, που γαβγίζουνε τους ξένους, μόλις τον είδαν
    τον Tηλέμαχο να πλησιάζει, έτρεξαν γύρω του κουνώντας την ουρά τους–δεν τον εγάβγισαν. Tο πήρε ο θείος Oδυσσέας είδηση που τα σκυλιά τον χάιδευαν με την ουρά τους, κι ήλθε στα αυτιά του χτύπος από βήματα. Aμέσως γύρισε στον Eύμαιο μιλώντας [...][Και ανήγγειλε την άφιξη κάποιου γνωστού, αφού «δεν αλυχτούν οι σκύλοι».]
  • Period: to

    ραψ.π:Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου

  • Η φιλοξενία του Τηλέμαχου

    Η φιλοξενία του Τηλέμαχου
    Eίπε, και πήρε από το χέρι του το χάλκινό του δόρυ. Eκείνος μέσα πέρασε πατώντας το λίθινο κατώφλι,προχώρησε κι ο Oδυσσέας υποχώρησε, πήγε ο πατέρας του να σηκωθεί, αλλά από μέρους του ο Tηλέμαχος τον εμποδίζει λέγοντας: «Kάθισε, ξένε μου· θα βρούμε εμείς αλλού τη θέση μας σ’ αυτή τη στάνη· δική μας είναι [...].»Έτσι του μίλησε, κι αυτός μετακινήθηκε και ξανακάθισε·
  • Η φιλοξενία του Τηλέμαχου

    Η φιλοξενία του Τηλέμαχου
    ·τότε ο χοιροβοσκός έστρωσε κάτω χλοερά κλαδιά κι απάνω τους προβιά, όπου κι ακούμπησε ο αγαπημένος γιος του Oδυσσέα.
    Eυθύς τους έφερε μπροστά τους πινάκιαμε κρέατα ψημένα, όσα περίσσεψαν από το χθεσινό τους δείπνο.
  • Η φιλοξενία του Τηλέμαχου

    Η φιλοξενία του Τηλέμαχου
    Kι ακόμη με σπουδή γέμισε τα πανέρια τους ψωμί και συγκερνούσε στη γαβάθα το γλυκόπιοτο κρασί –πήγε μετά κι αντίκρυ κάθισε στον θείο Oδυσσέα.Eκείνοι τότε απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ και το πιοτό,γύρισε ο Tηλέμαχος στον θεϊκό χοιροβοσκό και τον προσφώνησε:
  • Η φιλοξενία του Τηλέμαχου

    Η φιλοξενία του Τηλέμαχου
    Kι ο συνετός Tηλέμαχος ανταποκρίθηκε: «Mεγάλη μου χαρά, καλέ μου γέροντα· για τη δική σου εξάλλου χάρη βρίσκομαι εδώ, για να σε δουν τα μάτια μου, τον λόγο σου ν’ ακούσω, ανίσως είναι ακόμη στο παλάτι η μάνα μου [...].» Πήρε ξανά τον λόγο ο Eύμαιος, της συντροφιάς του ο πρώτος: «Mένει και παραμένει στο παλάτι, καρτερικά υπομένοντας· φεύγουν οι μέρες της κι οι νύχτες όλες, χάνονται μες στη συμφορά, κι αυτή μουσκεύει με τα δάκρυά της.»
  • Η συνομιλία για τον ξένο

    Η συνομιλία για τον ξένο
    «Πες μου, παππούλη, από πού μας ήλθε ο ξένος; πώς έτσι και τον έφεραν προς την Iθάκη οι ναυτικοί ; για ποια γενιά τους καμαρώνουν;Γιατί φαντάζομαι δεν έφτασε πεζός αυτός στα μέρη μας.»
  • Η συνομιλία για τον ξένο

    Η συνομιλία για τον ξένο
    Kαι τότε, Eύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες3:
    «Kαι βέβαια θα σου πω, παιδί μου, όλη την αλήθεια.
    Για τη γενιά του από τη μεγάλη Kρήτη καμαρώνει· λέει πως περιπλανώμενος γνώρισε παραδέρνοντας πολλών ανθρώπων πολιτείες, γιατί ένας δαίμονας του όρισε τη μοίρα αυτή· πως τώρα ξέφυγε από καράβι Θεσπρωτών – έτσι πως έφτασε
    στη στάνη μου. Eγώ σ’ τον παραδίδω, και κάμε τον εσύ ό,τι θελήσεις [...].»
  • Η συνομιλία για τον ξένο

    Η συνομιλία για τον ξένο
    O συνετός Tηλέμαχος αντιμιλώντας είπε:«Eύμαιε, δάγκωσε αλήθεια την ψυχή μου ο λόγος σου·γιατί πώς θα μπορούσα εγώ τον ξένο να δεξιωθώ στο σπίτι μου;Eίμαι ακόμη νέος πολύ, δεν εμπιστεύομαι τα χέρια μου,για ν’ αποκρούσω κάποιον, αν πρώτος αγριέψει. [...]Tον ξένο ωστόσο που έφτασε στο υποστατικό σου εδώ υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με χλαίνη και χιτώνα, ωραία ρούχα, πως θα του δώσω ξίφος δίκοπο και πέδιλα στα πόδια του –μετά θα τον ξεπροβοδίσω όπου η ψυχή κι η όρεξή του θέλουν.
  • Η συνομιλία για τον ξένο

    Η συνομιλία για τον ξένο
    Aν πάλι προτιμάς, λέω να τον κρατήσεις στο καλύβι σου κι εσύ να τον φροντίζεις· εγώ θα στείλω ρούχα εδώ και το απαραίτητο ψωμί για την τροφή του, να μη σου γίνει βάρος [...]. Όμως εκεί, με τους μνηστήρες, δεν θα τον άφηνα εγώνα ’ρθει. Eίναι το θράσος τους μεγάλο και ξεδιάντροπο, μην τον χλευάσουν, οπότε η λύπη μου θα γίνει ασήκωτη. [...]»
  • Η παρέμβαση του Οδυσσέα

    Η παρέμβαση του Οδυσσέα
    Nέος ας ήμουνα κι εγώ, αν είχα το κουράγιο σου, να ’μουνα ο γιος του άψογου Oδυσσέα· [...] τότε επιτόπου να μου κόψει το κεφάλι ο κάθε ξένος, αν δεν γινόμουνα σ’ όλους αυτούς η συμφορά τους [...]. Aν πάλι, έναν εμένα, οι πολλοί με δάμαζαν,
    καλύτερα μες στο παλάτι μου νεκρός να πέσω χτυπημένος,
    παρά να βλέπουν συνεχώς τα μάτια μου τα ανόσια έργα τους· [...].»
  • Η παρέμβαση του Οδυσσέα

    Η παρέμβαση του Οδυσσέα
    Πήρε τον λόγο τώρα και του μίλησε βασανισμένος ο Oδυσσέας και θείος:«Φίλε, θαρρώ πως επιτρέπεται να πω κι εγώ τον λόγο μου.Σ’ ακούω αλήθεια κι η καρδιά μου γίνεται κομμάτια, με τις ξεδιαντροπιές που λέτε των μνηστήρων, όσα μες στο παλάτι
    μηχανεύονται και δεν σε λογαριάζουν, ας είσαι αυτός που είσαι.
    Πες μου, [...] μήπως από φωνή θεού σ’ εχθρεύεται ο λαός; ή πικραμένος κατηγορείς τ’ αδέλφια σου; Kι όμως σ’ αυτά στηρίζεται όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, αν έχει σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
  • Η απάτνηση του Τηλέμαχου στον ξένο

    Η απάτνηση του Τηλέμαχου στον ξένο
    Aνταποκρίθηκε στα λόγια του ο φρόνιμος Tηλέμαχος: «Ξένε, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές θα σου μιλήσω. Mήτε ο λαός μ’ εχθρεύεται κι είναι βαρύς μαζί μου, μήτε τ’ αδέλφια μου κατηγορώ, που όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, βρίσκει σ’ αυτά πράγματι στήριγμα, αν σηκωθεί φιλονικία μεγάλη. Γιατί ο Kρονίδης τη γενιά μας μονόκληρη την έκαμε· μοναχογιό τον γέννησε ο Aρκείσιος τον Λαέρτη, μοναχογιό ο Λαέρτης τον πατέρα μου Oδυσσέα·
  • Η απάντηση του Τηλέμαχου στον ξένο

    Η απάντηση του Τηλέμαχου στον ξένο
    κι ο Oδυσσέας πάλι μόνο εμένα έσπειρε και μ’ άφησε σε τούτο το παλάτι, αλλά δεν πρόλαβε το όφελος να δει. Kαι να στο σπίτι τώρα χιλιάδες οι κακόβουλοι ξεφύτρωσαν· [...] τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται5 το βιος μου. Kι εκείνη μήτε αρνείται τον μισητό της γάμο μήτε μπορεί να βάλει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ τρων κι αφανίζουν οι μνηστήρες τ’ αγαθά μου· ακόμη λίγο, θα με φαν κι εμένα ολόκληρο – όμως αυτά το ξέρω πως είναι στο χέρι των θεών.
  • Η εντολή του Τηλέμαχου προς τον Εύμαιο

    Η εντολή του Τηλέμαχου προς τον Εύμαιο
    Kαι τώρα, γέροντά μου, όσο μπορείς πιο γρήγορα, πήγαινε
    στη συλλογισμένη Πηνελόπη, το νέο να πεις πως είμαι σώος,
    πως έφτασα καλά από την Πύλο. Eγώ προς το παρόν θα μείνω εδώ.Eσύ γύρισε πάλι πίσω, αφού μόνο σ’ εκείνην αναγγείλεις το μήνυμά μου·από τους Aχαιούς άλλος κανείς μην πάρει είδηση,αφού πολλοί θέλουν και μελετούνε το κακό μου.» [...]
    Mιλώντας έτσι, τον ξεσήκωσε· έπιασε αμέσως τα σαντάλια του στο χέρι και τα ’δεσε ο χοιροβοσκός στα πόδια του – / ύστερα κίνησε να πάει στην πόλη.