-
Ο παραδαλός ελέφαντας. Ας δούμε την ιστορία του!
-
...ήταν ένα κοπάδι ελέφαντες. Άλλοι μεγάλοι κι άλλοι μικροί, άλλοι αδύνατοι κι άλλοι χοντροί, άλλοι ψηλοί κι άλλοι κοντοί. Μα όλοι διαφορετικοί. Κι όλοι τους το ίδιο χρώμα: γκρι!
-
...ήταν παρδαλός. Δεν είχε καθόλου χρώμα ελεφαντένιο.
-
Ώσπου μια μέρα σκέφτηκε πως είχε βαρεθεί να είναι διαφορετικός. "Γι'αυτό γελούν μαζί μου οι άλλοι". Και το πρωί έφυγε με προσοχή χωρίς κανένας να το καταλάβει.
-
Αφού περπάτησε αρκετά ο Έλμερ βρήκε αυτό που ζητούσε. Ένα θάμνο φουντωτό, γεμάτο βατόμουρα με χρώμα ελεφαντένιο. Και τον τράνταξε γερά!
-
Όταν το χώμα γέμισε βατόμουρα, ο Έλμερ ξάπλωσε φαρδύς πλατύς, κυλίστηκε καλά καλά, μπρος - πίσω, δεξιά - αριστερά. Με τόσο τρύψιμο στο τέλος έγινε σαν τους άλλους ελέφαντες.
-
Όταν ο Έλμερ ξαναγύρισε στους άλλους ελέφαντες, εκείνοι δεν σάλεψαν καθόλου. Κανένας δεν τον πρόσεξε.
-
Ο Έλμερ τους κοίταξε. Δεν σάλευαν καθόλου, αμίλητοι κι αγέλαστοι, έτσι δεν τους είχε ξαναδεί. Κι όσο τους έβλεπε σοβαρούς, τόσο του ερχόταν να γελάσει. Ώσπου σήκωσε την προβοσκίδα του κι έβγαλε μια δυνατή φωνή: ΜΠΟΥ!
-
Οι ελέφαντες τινάχτηκαν κι έπεσαν κάτω από την τρομάρα! Ο Έλμερ χτυπιόταν από τα γέλια. "Ο Έλμερ!" είπαν όλοι τότε και ξεκαρδίστηκαν. Καθώς γελούσαν, ξέσπασε βροχή και ξαναφάνηκε το παρδαλό χρώμα του Έλμερ. "Αχ, Έλμερ. Απ' όλα σου τα αστεία τούτο το τελευταίο ήταν το πιο καλό. Τούτη τη μέρα κάθε χρόνο πρέπει να τη γιορτάζουμε!" είπαν οι άλλοι ελέφαντες.
-
Έτσι κι έγινε. Από τότε, μια φορά το χρόνο, οι ελέφαντες βάφονται παρδαλοί και κάνουν μια παρέλαση. Κι αν δείτε κανέναν ελέφαντα με χρώμα ελεφαντένιο, να είστε βέβαιοι πως είναι ο φίλος μας ο Έλμερ!