-
1300 BCE
1. Στη χώρα των Κικόνων
Φεύγοντας από την Τροία για την Ιθάκη, ο Οδυσσέας με δώδεκα καράβια και τους συντρόφους του ξανοίχτηκαν γρήγορα στο Αιγαίο. Δυνατοί άνεμοι τους έσπρωξαν βόρεια στη χώρα των Κικόνων. Βγαίνοντας στη στεριά άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν οι Κίκονες κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι υπόλοιποι µπήκαν στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα. -
1300 BCE
2. Στη χώρα των Λωτοφάγων
Φεύγοντας από τους Κίκονες τα καράβια έπλευσαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Δυνατός βοριάς τα παρέσυρε στην Αφρική, στη χώρα των Λωτοφάγων. Στη στεριά, ο Οδυσσέας έστειλε συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν στη χώρα. Συνάντησαν τους Λωτοφάγους, που τους έδωσαν να φάνε λωτούς, φρούτα µαγεµένα, που όποιος τα έτρωγε, ξεχνούσε τα πάντα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ο Οδυσσέας τους βρήκε, τους πήρε µε το ζόρι και διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν αμέσως. -
1299 BCE
3. Στο νησί των Κυκλώπων
Ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους του βγήκαν έξω. Είδαν µια θεόρατη σπηλιά. Μέσα υπήρχαν δοχεία µε γάλα, καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, γιος του Ποσειδώνα και είχε ένα μόνο μάτι. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ έναν βράχο κι άρχισε να τρώει τους συντρόφους του Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας το επόμενο βράδυ τον μέθυσε και με ένα σουβλερό κλαδί ελιάς τον τύφλωσε, όταν αποκοιμήθηκε. Του είχε πει πώς τον έλεγαν "Κανένας". -
1299 BCE
4. Η απόδραση από τους Κύκλωπες
Ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και έψαχνε τη ράχη στα κριάρια του. Ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά ενός ζώου. Τρέχοντας στο καράβι ο Οδυσσέας φώναξε: «Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν, να πεις ο Οδυσσέας απ’ την Ιθάκη με τύφλωσε». Άρπαξε τότε έναν βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, μάταια όμως. Ζήτησε από τον Ποσειδώνα να μην αφήσει τον Οδυσσέα να γυρίσει στην Ιθάκη, αν δεν περάσει χίλια βάσανα. -
1299 BCE
5. Στο νησί του Αιόλου
Ταξιδεύοντας, έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν θεός των ανέµων. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε έναν µήνα. Αποχαιρετώντας τους, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Άφησε µόνο τον Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί είχε θησαυρούς, το άνοιξαν. Τότε όρµησαν έξω άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων. -
1298 BCE
6. Στη γη των Λαιστρυγόνων
Υπήρχε ένα λιµάνι εκεί και τα έντεκα καράβια µπήκαν µέσα. Μόνο ο Οδυσσέας µε το καράβι του έµεινε έξω απ’ το λιµάνι. Οι Λαιστρυγόνες έτρεξαν στο λιµάνι ουρλιάζοντας. Ήταν άγριοι και ψηλοί σαν γίγαντες κι άρπαζαν βράχια και τα έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα και τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους που ήταν µέσα. Μόνο του Οδυσσέα το καράβι γλίτωσε. Κι ο ίδιος και οι σύντροφοί του έφυγαν γρήγορα από τη γη των άγριων Λαιστρυγόνων. -
1297 BCE
7. Στο νησί της Κίρκης
Οι άνεµοι τούς έριξαν στο νησί της µάγισσας Κίρκης. Κάποιοι σύντροφοι του Οδυσσέα πήγαν να μάθουν πού βρίσκονταν. Στο παλάτι της, η Κίρκη τούς πρόσφερε ένα µαγικό ποτό και µετά τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια. Ένας γλίτωσε κι έτρεξε πίσω να τα πει στον Οδυσσέα. Πήγε στο παλάτι και όταν η Κίρκη σήκωσε το ραβδί της να τον χτυπήσει, με το κοφτερό σπαθί του, την ανάγκασε να ξανακάνει τους συντρόφους του ανθρώπους. Έµειναν καιρό στο νησί. Φεύγοντας, η Κίρκη συµβούλεψε τον Οδυσσέα να κατεβεί στον Άδη. -
1297 BCE
8. Στον Άδη
Στο τέρµα του ωκεανού βρισκόταν η είσοδος του Άδη. Ο Οδυσσέας έσφαξε µέσα σε λάκκο δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαµένους, αλεύρι, γάλα, κρασί, νερό και µέλι. Μαζεύτηκαν νεκροί τριγύρω, ο Αχιλλέας, ο Αγαµέµνονας κι άλλοι πολλοί, που σκοτώθηκαν στην Τροία. Ο Οδυσσέας ρώτησε τον Τειρεσία πώς θα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο µάντης είπε: «Ο Ποσειδώνας σε µισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφηµο, τον γιο του. Αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, θα φτάσετε µια µέρα στην Ιθάκη». -
1296 BCE
9. Στο νησί των Σειρήνων
Οι Σειρήνες µάγευαν τους ναυτικούς µε το γλυκό τραγούδι τους κι όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν. Ο Οδυσσέας, όπως τον είχε συµβουλέψει η Κίρκη, βούλωσε µε κερί τ’ αυτιά των συντρόφων του για να µην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε να τον δέσουνε σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού. Πλησιάζοντας τις Σειρήνες µαγεύτηκε απ’ το γλυκό τραγούδι τους και παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν. Μα εκείνοι τον έδεναν σφιχτότερα, ώσπου αποµακρύνθηκαν και δεν ακουγόταν πια το τραγούδι των Σειρήνων. -
1296 BCE
10. Σκύλλα και Χάρυβδη
Μετά τις Σειρήνες πλησίασαν το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Από το ένα µέρος του στενού η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας κι έπνιγε τα καράβια. Δεν την πλησίασαν και γλίτωσαν. Από το άλλο µέρος όµως η Σκύλλα, κουλουριασµένη στη σπηλιά της, τέντωσε τα έξι φοβερά κεφάλια της, άρπαξε έξι συντρόφους και τους έφαγε. Πέρασαν κλαίγοντας από το φοβερό στενό και βρέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα. -
1295 BCE
11. Στο νησί του Θεού Ήλιου
Ο Οδυσσέας ήθελε να φύγουν από το νησί του Ήλιου, αφού ο Τειρεσίας προειδοποίησε να μην πειράξουν τα βόδια του θεού. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα ήταν κουρασµένοι και έμειναν. Τέλειωσαν όμως τα τρόφιµα και πεινούσαν. Μια µέρα που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας έστειλε άγρια καταιγίδα και το καράβι διαλύθηκε. Πνίγηκαν όλοι εκτός από τον Οδυσσέα. Παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα µερόνυχτα. -
1294 BCE
12. Στο νησί της Καλυψώς
Τα κύµατα έβγαλαν τον Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς. Εκείνη τον κράτησε επτά χρόνια στο νησί της. Η Αθηνά παρακάλεσε τον Δία κι εκείνος έστειλε τον Ερµή και διέταξε την Καλυψώ ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει. Ο Οδυσσέας έφτιαξε μια σχεδία και δεκαεπτά µέρες ταξίδευε στο πέλαγος. Έφτανε στην Ιθάκη όταν ο Ποσειδώνας τον είδε και σήκωσε κύµατα τεράστια με την τρίαινά του. Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο μερόνυχτα κολυµπούσε και την τρίτη µέρα βγήκε στο νησί των Φαιάκων. -
1290 BCE
13. Στο νησί των Φαιάκων
Στο νησί των Φαιάκων τον Οδυσσέα ξυπνούν χαρούµενες φωνές. Ήταν η Ναυσικά, κόρη του βασιλιά Αλκίνοου, που έπαιζε τόπι με τις φίλες της. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι ο µουσικός Δηµόδοκος έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην πατρίδα του. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. -
1289 BCE
14. Στην Ιθάκη
Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη. Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του. Η Αθηνά τον συμβούλεψε να πάει στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού Εύµαιου και να περιμένει τον Τηλέμαχο, τον γιο του, να γυρίσει από την Πύλο και τη Σπάρτη που είχε πάει να µάθει νέα του. Η θεά µεταµόρφωσε τον Οδυσσέα σε ζητιάνο κι έτσι αγνώριστος πήγε στην καλύβα του Εύµαιου. Ο Εύµαιος δεν τον γνώρισε, όµως τον φιλοξένησε πρόθυµα κι ο Οδυσσέας έµεινε εκεί όλη τη νύχτα.